- γεωυδρογραφία
- ηη περιγραφή τής γής και τών υδάτων πάνω σ' αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
γεωυδρογράφος — ο αυτός που ασχολείται με τη γεωυδρογραφία* … Dictionary of Greek
γεωυδρογραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωυδρογραφία … Dictionary of Greek